Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ – 31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016

Ιερά Μητόπολις Σερβίων και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΕ΄  ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιθ΄, 1-10)
        Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόλις ἀπομακρυνθήκαμε λίγο ἀπὸ τὶς γιορτὲς τῆς Ἐπιφάνειας τοῦ Κυρίου μας, τῆς Γέννησής Του δηλαδὴ καὶ τῆς Βάπτισής Του, μᾶς εἰσάγει ἀπὸ σήμερα, ἕνα μήνα περίπου πρίν, στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Κι ἐπειδὴ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ εἶναι καιρὸς μετάνοιας, ἡ Ἐκκλησία  μὲ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς ἀναγγέλλει τὸν ἐρχομό της καὶ μᾶς καλεῖ σὲ ἔμπρακτη μετάνοια. Νὰ τί μᾶς λέει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο: «Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς μεσ’ ἀπ’ τὴν Ἱεριχῶ. Καὶ νὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζακχαῖο καὶ αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ σὰν ἀρχιτελώνης ἦταν πλούσιος. Καὶ ζητοῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ ποιὸς εἶναι καὶ δὲ μποροῦσε, ἐξαιτίας τοῦ κόσμου καὶ ἐπειδὴ ἦταν μικρόσωμος. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ καὶ ἀνέβηκε σὲ μία συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δεῖ, γιατί ἀπὸ κεῖ θὰ περνοῦσε. Καὶ μόλις ἦλθε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, σήκωσε τὰ μάτια Του ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε, Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει νὰ μείνω σπίτι σου. Καὶ ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε ἀμέσως καὶ ὑποδέχθηκε τὸν Ἰησοῦ μὲ χαρά. Ὅλοι τότε ποὺ τὸ εἶδαν ἐτοῦτο γόγγυζαν καὶ ἔλεγαν ὅτι μπῆκε νὰ φιλοξενηθεῖ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε. Νὰ, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου, Κύριε, τὰ δίνω στοὺς φτωχούς. Κι ἂν τύχει καὶ ἔκλεψα κανενὸς τοῦ τὸ δίνω πίσω τετραπλάσιο. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς. Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι, γιατί κι αὐτὸς εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ. Γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε γιὰ νὰ ψάξει νὰ βρεῖ καὶ νὰ σώσει τοὺς χαμένους».
Ὁ Ζακχαῖος, ὡς ἀρχιτελώνης, εἶναι στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ σύμβολο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ἀγαπάει τὸ χρῆμα καὶ  σύμφωνα μὲ τὴ δική του  ὁμολογία δὲ διστάζει νὰ κλέβει συνανθρώπους  του. Εἶναι πλούσιος καὶ ἀγαπάει τὸν πλοῦτο του. Ὅμως, ἡ δύναμη τῆς συνείδησής του τὸν ἐλέγχει. Αἰσθάνεται ἐνοχὲς γιὰ τὶς ἀδικίες ποὺ ἔκανε. Ἔχει, ὅμως, ἕνα κενὸ μέσα στὴν ψυχή του, δὲν ἔχει πληρότητα. Παρόλο ποὺ τὰ ἔχει ὅλα, κάτι τοῦ λείπει. Γι’ αὐτὸ τὸ κάτι ἄλλο γεννιέται μέσα του ὁ πόθος. Ἀναζητᾶ, λοιπὸν τὴν ἀλήθεια. Μαθαίνει ὅτι ὁ Χριστός, ποὺ ἀντιμετωπίζει μὲ ἐπιείκεια τοὺς ἁμαρτωλούς, ἦρθε στὴν πόλη του. Τρέχει νὰ τὸν δεῖ, νὰ τὸν συναντήσει, νὰ τὸν ἀκούσει. Ἐμπόδια προβάλλονται σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια, ὁ κόσμος πρῶτα ποὺ εἶναι πολὺς, ὁ ἐαυτός του ποὺ εἶναι μικρόσωμος, ἡ κοινωνικὴ θέση του ποὺ εἶναι ἀρχιτελώνης καὶ ὁ πλοῦτος του. Ὅταν, ὅμως ὑπάρξει ἡ δίψα γιὰ τὸ Χριστὸ μέσα στὸν ἄνθρωπο, τότε δὲ λογαριάζει τὰ ἐμπόδια, κάνει θυσίες. Θυσιάζει, ἔτσι, ὁ Ζακχαῖος τὴ θέση του, ἀπαρνεῖται τὸν ἑαυτό του, τὸν ἀτομισμό του, δὲν τὸν νοιάζει τί θὰ πεῖ ὁ κόσμος καὶ σὰν μικρὸ παιδὶ ἀνεβαίνει πάνω στὸ δέντρο μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ταπεινώνεται, λοιπὸν καὶ δικαιώνεται.
     Ὁ Χριστὸς ἀνάμεσα στὸν ὄχλο βλέπει αὐτὴν τὴν ὥρα μόνο τὸ Ζακχαῖο, βλέπει τὸν πόθο του, γνωρίζει ὡς παντογνώστης τί ζητᾶ καὶ ἀνταποκρίνεται. Τὸν καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του («Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα») καὶ τὸν τιμᾶ μὲ τὴν ἐπίσκεψή του («Σήμερα πρέπει νὰ μείνω σπίτι σου»). Ὅλα αὐτὰ ξαφνιάζουν τὸ Ζακχαῖο, δὲν τὰ περιμένει. Κατεβαίνει ἀπὸ τὸ δέντρο καὶ ὑποδέχεται μὲ χαρὰ στὸ σπίτι του τὸν Ἰησοῦ. Ὅταν πραγματοποιηθεῖ ἡ προσωπικὴ συνάντηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ μὲ τὸ Χριστό, τότε ἔρχεται ἡ χαρά, ἡ γνήσια χαρά, ἡ μόνιμη, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀφαιρέσει κανείς, ἔρχεται ὁ φωτισμός, ἡ καλὴ ἀλλοίωση. Ὁ ἄνθρωπος, τότε, βλέπει καὶ ἀξιολογεῖ τὰ πράγματα διαφορετικά. Δὲ στηρίζεται στὰ ἐφήμερα καὶ φθαρτὰ καὶ αὐτὸν τὸν πλοῦτο τὸν μοιράζει εἴτε στοὺς φτωχούς, εἴτε σὲ ὅσους ἔχει ἀδικήσει.
        Ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι οἱ πολλοὶ γογγύζουν, κρίνουν, κατηγοροῦν, ἐνοχλοῦνται, γιατί ὁ Ἰησοῦς πῆγε νὰ φιλοξενηθεῖ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ. Μέσα στὸ σπίτι συντελεῖται ἕνα μυστήριο. Ὁ ἀρχιτελώνης ἐξομολογεῖται καὶ ὁμολογεῖ τὶς ἀδικίες καὶ τὶς κλοπὲς ποὺ ἔκανε στὴ ζωή του. «Κύριε, ἔχουν δίκιο. Ὑπῆρξα παλιάνθρωπος, καταχραστής, σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος. Τώρα, λοιπόν, μετανιώνω καὶ ἀλλάζω μὲ τὴ δική σου χάρη. Δίνω τὰ μισὰ ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅποιον ἀδίκησα τέσσερις φορὲς ἐπάνω.»
        Ἔτσι, μὲ τὴν ἔμπρακτη μετάνοια ὁ ἁμαρτωλὸς ἀρχίζει νὰ δίνει, ἐνῶ μέχρι τώρα ἔπαιρνε. Τώρα μοιράζεται, γιατί ἔχει ἀγάπη. Ἀποδεικνύεται ἀληθινὰ πλούσιος γιατί ἔχει χαρὰ καὶ εὐτυχία. «Σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ σωτηρία ἐγένετο».
        Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἦρθε στὴ Γῆ γιὰ νὰ καλέσει «ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» καὶ εἶναι γνωστὸ πὼς «οὐδεὶς ἀναμάρτητος». Καιρὸς, λοιπόν, νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἁμαρτωλότητά μας καὶ αὐτὸ θὰ γίνει ἀφορμὴ μετάνοιας καὶ σωτηρίας γιὰ τὸν καθένα μας. Πιὸ εὔκολα ὁ ἁμαρτωλὸς κερδίζει τὸν παράδεισο ὅταν μετανοεῖ, ὅπως ὁ ληστὴς στὸ Σταυρό, ὅπως ὁ σημερινὸς Ζακχαῖος, παρὰ ὁ δίκαιος ποὺ στηρίζεται στὶς  ἀρετές του καὶ δὲν αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτία του. Ἰδιαίτερα σήμερα, ποὺ πολλοὶ ἄνθρωποι βρίσκονται σὲ ἀδιέξοδο καὶ ἀπόγνωση, ὅποιοι κι ἂν εἴμαστε, ὅ,τι καὶ ὅσα κι ἂν ἔχουμε κάνει, ἂς ποθήσουμε τὴ συνάντησή μας μὲ τὸ Χριστό, ὅπως ὁ Ζακχαῖος, κι ἂς μετανοήσουμε γιατί ὁ Χριστὸς «ἦλθε ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός». Ἀμήν.
Π.Κ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...