Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Ὁ Ἀπόστολος τῆς Κυριακῆς 13 Νοεμβρίου – Ἰεράρχου

katanyksi1
(῾Εβρ. ζ´ 26-η´ 2)
Αδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. ῾Ο νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, «ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος», καὶ οὐκ ἄνθρωπος.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα
Ἀδελφοί, τέτοιος ἀρχιερέας μᾶς χρειαζόταν· ἅγιος, ἄκακος, ἀψεγάδιαστος, χωρὶς καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἁμαρτία, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε πάνω ἀπὸ τὰ οὐράνια. Αὐτὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀρχιερεῖς, νὰ προσφέρει καθημερινὰ θυσίες, πρῶτα γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες, κι ὕστερα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκανε μιὰ γιὰ πάντα, προσφέροντας τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. ῾Ο νόμος ἐγκαθιστᾶ ἀρχιερεῖς ἀνθρώπους μὲ ἀτέλειες. Τὰ λόγια ὅμως τοῦ ὅρκου, ὁ ὁποῖος δόθηκε μετὰ τὸν νόμο, ἐγκαθιστοῦν ἀρχιερέα τὸν Υἱό, ποὺ εἶναι καὶ παραμένει αἰώνια τέλειος.  Τὸ βασικὸ στοιχεῖο τῶν ὅσων εἴπαμε εἶναι πὼς ἐμεῖς ἔχουμε ἀρχιερέα τέτοιον, ποὺ ἀνέβηκε στὰ οὐράνια καὶ κάθεται στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Θεοῦ. ῾Ως ἀρχιερέας ὑπηρετεῖ στὰ ἅγια τῶν ἁγίων καὶ στὴν ἀληθινὴ σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, τὴν ὁποία δὲν τὴν ἔστησε ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Θεός.

Τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς 13 Νοεμβρίου 2016 – Η´ Λουκά

(Λουκ. ι´ 25-37)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ῾Ο δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ᾿Εν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· «᾿Αγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου», καὶ «τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν». Εἶπε δὲ αὐτῷ· ᾿Ορθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ῾Ο δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ῾Υπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ῎Ανθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπα-ρῆλθεν. ῾Ομοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ᾿Επιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ῾Ο δὲ εἶπεν· ῾Ο ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος νομοδιδάσκαλος πλησίασε τὸν ᾿Ιησοῦ, καὶ γιὰ νὰ τὸν φέρει σὲ δύσκολη θέση τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κερδίσω τὴν αἰώνια ζωή;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς τὸν ρώτησε· «῾Ο νόμος τί γράφει;» ᾿Εκεῖνος ἀπάντησε· Ν’ ἀγαπᾶς τὸν Κύριο τὸν Θεό σου μ’ ὅλη τὴν καρδιά σου καὶ μ’ ὅλη τὴν ψυχή σου, μ’ ὅλη τὴ δύναμή σου καὶ μ’ ὅλο τὸν νοῦ σου· καὶ τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου.«Πολὺ σωστὰ ἀπάντησες», τοῦ εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς· «αὐτὸ κάνε καὶ θὰ ζήσεις». ᾿Εκεῖνος ὅμως, θέλοντας νὰ δικαιολογήσει τὸν ἑαυτό του, εἶπε στὸν ᾿Ιησοῦ· «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου;» Πῆρε τότε ἀφορμὴ ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπε· «Κάποιος ἄνθρωπος, κατεβαίνοντας ἀπὸ τὰ ῾Ιεροσόλυμα γιὰ τὴν ῾Ιεριχώ, ἔπεσε πάνω σὲ ληστές. Αὐτοὶ τὸν ξεγύμνωσαν, τὸν τραυμάτισαν καὶ ἔφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. ᾿Απὸ κεῖνο τὸν δρόμο ἔτυχε νὰ κατεβαίνει καὶ κάποιος ἱερέας, ὁ ὁποῖος τὸν εἶδε, ἀλλὰ τὸν προσπέρασε χωρὶς νὰ τοῦ δώσει σημασία. Τὸ ἴδιο καὶ κάποιος λευΐτης, ποὺ περνοῦσε ἀπὸ κεῖνο τὸ μέρος· παρ’ ὅλο ποὺ τὸν εἶδε κι αὐτός, τὸν προσπέρασε χωρὶς νὰ τοῦ δώσει σημασία. Κάποιος ὅμως Σαμαρείτης ποὺ ταξίδευε, ἦρθε πρὸς τὸ μέρος του, τὸν εἶδε καὶ τὸν σπλαχνίστηκε. Πῆγε κοντά του, ἄλειψε τὶς πληγές του μὲ λάδι καὶ κρασὶ καὶ τὶς ἔδεσε καλά. Μάλιστα τὸν ἀνέβασε στὸ δικό του τὸ ζῶο, τὸν ὁδήγησε στὸ πανδοχεῖο καὶ φρόντισε γι’ αὐτόν. Τὴν ἄλλη μέρα φεύγοντας ἔβγαλε κι ἔδωσε στὸν πανδοχέα δύο δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε· “φρόντισέ τον, κι ὅ,τι παραπάνω ξοδέψεις, ἐγὼ ὅταν ξαναπεράσω θὰ σὲ πληρώσω”. Ποιὸς λοιπὸν ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς κατὰ τὴ γνώμη σου ἀποδείχτηκε “πλησίον” ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στοὺς ληστές;» ῾Ο νομοδιδάσκαλος ἀπάντησε· «᾿Εκεῖνος ποὺ τὸν σπλαχνίστηκε». Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ εἶπε· «Πήγαινε, καὶ νὰ κάνεις κι ἐσὺ τὸ ἴδιο».

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ – 13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΣΕΡΒΙΩΝ ΚΑΙ ΚΟΖΑΝΗΣ 
ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ι΄ 25-37)
Τό ἐρώτημα πού τίθεται στό Χριστό στή σημερινή παραβολή, ἄν καί ὄχι μέ καθαρή καί ἀνιδιοτελῆ διάθεση, εἶναι: «Διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;». Αὐτό πού ποθεῖ ὁ ἄνθρωπος, βαθιά μέσα στήν ὕπαρξή του, εἶναι ἡ ζωή. Καί μάλιστα ζωή χωρίς τέρμα, χωρίς ὅρια, χωρίς περιορισμούς, αἰώνια. Ἡ ἀπάντηση ἀπό τό θεῖο Διδάσκαλο εἶναι μία: ὁ δρόμος γιά τή ζωή ὀνομάζεται ἀγάπη. Καί γιά νά γίνει πιό σαφής τονίζει πώς ἡ ἀγάπη ἔχει διπλή κατεύθυνση, πρός τό Θεό καί πρός τόν πλησίον. Ἐπειδή ὅμως ὁ νομοδιδάσκαλος δέν δείχνει νά καταλαβαίνει τή γεμάτη νόημα σημασία τῆς θείας ἐντολῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός παραθέτει τήν ἐξήγησή της μέ τήν παραβολή τοῦ σπλαχνικοῦ Σαμαρείτη.
Συνήθως, ὅταν ἀκοῦμε τήν παραβολή, νομίζουμε πώς ὁ Χριστός ἤθελε μέ αὐτήν νά ψέξει τούς ἀναίσθητους ἱερεῖς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης σέ ἀντιδιαστολή μέ τό φιλεύσπλαχνο λαό ἤ νά περιγράψει τή «σωστή» συμπεριφορά. Ὅμως ὁ Χριστός δέν ξεχνᾶ τό ἀρχικό ἐρώτημα καί ὁ σκοπός του εἶναι νά ἐξηγήσει στόν ἀποροῦντα νομικό, στό λαό τῆς ἐποχῆς ἀλλά καί σ’ ἐμᾶς σήμερα τό πῶς κανείς ἀγαπώντας ὁδηγεῖται στή ζωή.
Ὁ ἱερέας καί ὁ λευίτης «κατά συγκυρίαν», τυχαία δηλαδή, βρέθηκαν κοντά στόν τραυματισμένο συμπατριώτη τους, ἐνῶ ὁ Σαμαρείτης, ἕνας ξένος καί ἀλλόθρησκος, ἦλθε ἐπίτηδες στόν «ἐμπεσόντα εἰς τούς ληστᾶς» ἄνθρωπο. «Σαμαρείτης δέ τίς ὁδεύων, ἦλθε κατ’ αὐτόν». Ὁ δρόμος ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, τήν πόλη τοῦ Θεοῦ, πρός τήν Ἱεριχῶ εἶναι ὁ δρόμος τοῦ θανάτου, ὁδός κατηφορική καί ἐπικίνδυνη γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, πού συμβολίζει τό βίο μας ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ κατευθείαν στό θάνατο.
Ὁ σπλαχνικός Σαμαρείτης, ἀδελφοί, δέν εἶναι κανένας ἄλλος παρά μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ νομικός ζητάει ἐπεξηγήσεις, νόμους καί θεωρίες γιά τό πῶς μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ. Ὁ Χριστός δείχνει τό πρόσωπο πού μᾶς σώζει καί εἶναι ὁ Ἴδιος. Ἔρχεται στόν καταπληγωμένο καί ἐξουθενωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ἀρρώστια, τή φθορά καί τό θάνατο ἄνθρωπο καί τόν σπλαχνίζεται, τόν ἀγαπᾶ πραγματικά χωρίς νά σκέφτεται τόν ἑαυτό του, τήν ὥρα πού χάνει, τούς κινδύνους πού διατρέχει. Ἐπιχέει ἔλαιο καί οἶνο. Τό λάδι παραπέμπει στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος καί στήν ἰδιότητα πού ἔχει νά βοηθάει τούς ἀθλητές πού ἀλείφονταν μ’ αὐτό νά ξεγλιστροῦν ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἀντιπάλου, τοῦ διαβόλου. Ὁ οἶνος θυμίζει τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τήν ἐγκέντριση, συσσωμάτωση καί συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στό ζωοποιό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τό πανδοχεῖο, τέλος, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό νοσοκομεῖο δηλαδή ὅπου ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται, ἀνακαινίζεται, βρίσκει τήν ὑγεία του, σώζεται εἰς τό διηνεκές.
Ἐμεῖς σήμερα, ἀδελφοί μου, ἐνῶ λέμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί, ὅτι πιστεύουμε στό Χριστό, στήν οὐσία τοῦ δίνουμε θέση Σαμαρείτη, δηλαδή ξένου καί ἀλλοεθνῆ. Πρῶτον γιατί δέν συναντιοῦνται οἱ δρόμοι μας. Ἀνεβαίνουμε γιά λίγο στά Ἱεροσόλυμα ἀλλά κατεβαίνουμε ἀμέσως τήν ὁδό τοῦ θανάτου πρός τήν Ἱεριχῶ. Πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία, ἀκοῦμε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, τακτοποιοῦμε τίς θρησκευτικές μας ὑποχρεώσεις, ἀλλά ἡ ζωή μας δέν εἶναι ἐκκλησιαστική. Στά ἔργα μας δέν δίνουμε θέση στόν πλησίον, στόν ἐλάχιστο ἀδελφό του Χριστοῦ γιά τόν ὁποῖο Αὐτός σταυρώθηκε. Ὅ,τι κάνουμε ἀποσκοπεῖ στήν ἐξασφάλιση τῆς ἀτομικότητάς μας μόνο. Θεωροῦμε τήν Ἐκκλησία ὄχι χῶρο συνάντησης μέ τό Θεό μέσω τῶν ἀδελφῶν, ἀλλά κατάστημα ἱκανοποίησης θρησκευτικῶν ἀναγκῶν. Ἡ Θεία Εὐχαριστία, τό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο κοινωνίας μέ τό Θεό καί τό συνάνθρωπο, δέν διαποτίζει τή ζωή μας ἀλλά ἐκλαμβάνεται ὡς μία θρησκευτική ὑποχρέωση ἀνεξάρτητη καί ἄσχετη μέ τούς ἄλλους.
Δεύτερον, ὅσο κι ἄν θεωροῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θεός μας, στήν οὐσία εἰσπράττει τήν περιφρόνηση καί τήν ἀπαξίωσή μας γιατί δέν τοῦ δίνουμε τή θέση πού τοῦ πρέπει στήν καρδιά μας γι’ αὐτό καί δέν μποροῦμε νά γίνουμε κι ἐμεῖς πλησίον. Ὁ Χριστός ἔρχεται συνέχεια σ’ ἐμᾶς γιά νά μᾶς βρεῖ καί νά γίνει πλησίον μας. Ἀπομένει ὅμως νά ἔρθουμε καί ἐμεῖς σέ ἐπίγνωση τῆς κατάστασής μας. Νά καταλάβουμε ὅτι βαδίζουμε τήν ὁδό τοῦ θανάτου, ὅτι εἴμαστε ἑτοιμοθάνατοι. Τότε θά νιώσουμε τήν ἀνάγκη τοῦ Χριστοῦ καί θά ἀνοιχτοῦμε σ’ Αὐτόν. Ἡ συνάντηση μέ τό Χριστό εἶναι ἀδύνατη γιά ἀνθρώπους πού ἐνῶ εἶναι ἄρρωστοι, πιστεύουν ὅτι εἶναι καλά.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τήν προσεχῆ Τρίτη ἀρχίζει, σύν Θεῶ, ἡ τεσσαρακοστή νηστεία τῶν Χριστουγέννων. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁρίστηκε νά διαβάζεται ἡ παραβολή αὐτή στήν ἀρχή τῆς περιόδου πού μᾶς ὁδηγεῖ στά Χριστούγεννα. Τά Χριστούγεννα γιορτάζουμε τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός πῆρε πάνω του τήν ἀνθρώπινη φύση ὅπως ἔκανε καί στήν παραβολή μας ὁ καλός Σαμαρείτης «ἐπιβιβάσας δέ αὐτόν ἐπί τό ἴδιον κτῆνος».
Ὁ Χριστός ἀνέλαβε τήν τραυματισμένη καί ἑτοιμοθάνατη φύση μας γιά νά τή θεραπεύσει καί νά τήν ἀναστήσει. Στίς Μεγάλες Ὧρες τῶν Χριστουγέννων θά ἀκούσουμε τόν προφήτη νά λέει γιά τό Χριστό : «οὐ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ». Ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐξουσία του φαίνεται στό γεγονός ὅτι παίρνει στόν ὦμο του, στίς πλάτες του «τόν ἐμπεσόντα εἰς τούς ληστᾶς» ἄνθρωπο γιά νά τόν ὁδηγήσει στή Βασιλεία Του, στόν καινούργιο κόσμο τοῦ φωτός, τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς ἀθανασίας. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Μηνύματα Ιερώνυμου στην αναγόρευσή του ως επίτιμου διδάκτορα

Θεσσαλονίκη
Με την αφιέρωση της τιμής στους εθελοντές της Εκκλησίας «σε αυτούς που δεν περιμένουν τίποτα, αλλά δίνουν τον εαυτό τους σε έναν αγώνα δύσκολο» ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αποδέχθηκε τον τίτλο του Επίτιμου Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.

«Η οικονομική κρίση είναι αποτέλεσμα της πνευματικής κρίσης. Η κατάσταση που ζούμε σήμερα είναι ένα αποτέλεσμα μία συνέχειας, μίας πορείας και στον αγώνα να πάμε στην απέναντι όχθη στρέφω τη σκέψη μου στους εθελοντές» είπε ο Αρχιεπίσκοπος, σημειώνοντας ότι «αυτός είναι ένας κόσμος δυνατός» και ότι μόνο στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών 900 πρόσωπα μαγειρεύουν χιλιάδες μερίδες φαγητού για τα συσσίτια.

Χαρακτήρισε «κακά σημάδια πονηρίας […] τη διαστρέβλωση, μέσα στις δυσκολίες που υπάρχουν, των πραγμάτων της Εκκλησίας», συμπληρώνοντας ότι «εμείς δεν κάνουμε τίποτε άλλο, αλλά συνεχίζουμε αυτό που μας είπε ο Κύριος».

Αναφερόμενος στις σχέσεις της Εκκλησίας-Κράτους είπε: «Εξανιστάμεθα όταν ακούμε ότι πέρα από το έργο μας ανακατευόμαστε στα αλλότρια ή ότι ζητάμε δήθεν εξουσία.

» [...] Άλλο πράγμα είναι να ζητάς εξουσία, αυτή που δεν επιτρέπεται και άλλο να είσαι υπεύθυνος παιδαγωγός, που οδηγεί τους ανθρώπους και να μην έχεις λόγο για τις επιλογές, να μην έχεις λόγο για τις καταχρήσεις, να μην έχεις λόγο για την αλαζονεία την υπερφίαλη».

«Πρέπει να ξεκαθαριστούν αυτά: Άλλο η διακονία, άλλο η παιδεία, άλλο η εξουσία και άλλο η γνήσια και ειλικρινής παρατήρηση» υπογράμμισε.

Ο πρύτανης Περικλής Μήτκας εξήρε «την πολύπλευρη δράση και προσφορά του Αρχιεπισκόπου προς ενίσχυση των αδυνάτων», σημειώνοντας ότι ο τίτλος προς τον κ. Ιερώνυμο συμβολίζει και τη συμμετοχή της Εκκλησίας σε μία «θετική συνωμοσία» του Πανεπιστημίου με την κοινωνία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί από κοινού η κρίση.
Newsroom ΔΟΛ

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Αγιος Νεκτάριος: Όλα νικιούνται-Τίποτα να μην σας απελπίζει!

Σκοπός της ζωής μας είναι να γίνουμε τέλειοι και άγιοι. Να αναδειχθούμε παιδιά του Θεού και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Ας προσέξουμε μήπως, για χάρη της παρούσας ζωής, στερηθούμε τη μέλλουσα, μήπως, από τις βιοτικές φροντίδες και μέριμνες, αμελήσουμε το σκοπό της ζωής μας.

Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή από μόνες τους δεν φέρνουν τους επιθυμητούς καρπούς, γιατί αυτές δεν είναι ο σκοπός της ζωής μας, αποτελούν τα μέσα για να πετύχουμε το σκοπό. Στολίστε τις λαμπάδες σας με αρετές.
Αγωνιστείτε ν’ αποβάλετε τα πάθη της ψυχής. Καθαρίστε την καρδιά σας από κάθε ρύπο και διατηρήστε την αγνή, για να έρθει και να κατοικήσει μέσα σας ο Κύριος, για να σας πλημμυρίσει το Άγιο Πνεύμα με τις θείες δωρεές. Παιδιά μου αγαπητά, όλη σας η ασχολία και η φροντίδα σ’ αυτά να είναι. Αυτά ν’ αποτελούν σκοπό και πόθο σας ασταμάτητο. Γι’ αυτά να προσεύχεστε στο Θεό. Να ζητάτε καθημερινά τον Κύριο, αλλά μέσα στην καρδιά σας και όχι έξω από αυτήν. Και όταν Τον βρείτε, σταθείτε με φόβο και τρόμο, όπως τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, γιατί η καρδιά σας έγινε θρόνος του Θεού. Αλλά για να βρείτε τον Κύριο, ταπεινωθείτε μέχρι το χώμα, γιατί ο Κύριος βδελύσσεται τους υπερήφανους, ενώ αγαπάει και επισκέπτεται τους ταπεινούς στην καρδιά.
Αν αγωνίζεσαι τον αγώνα τον καλό, ο Θεός θα σε ενισχύσει. Στον αγώνα εντοπίζουμε τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τα ελαττώματά μας. Είναι ο καθρέφτης της πνευματικής μας καταστάσεως. Όποιος δεν αγωνίστηκε, δεν γνώρισε τον εαυτό του. Προσέχετε και τα μικρά ακόμα παραπτώματα. Αν σας συμβεί από απροσεξία κάποια αμαρτία, μην απελπιστείτε, αλλά σηκωθείτε γρήγορα και προσπέστε στο Θεό, που έχει τη δύναμη να σας ανορθώσει. Μέσα μας έχουμε αδυναμίες και πάθη και ελαττώματα βαθιά ριζωμένα, πολλά είναι και κληρονομικά. Όλα αυτά δεν κόβονται με μία σπασμωδική κίνηση ούτε με την αδημονία και τη βαρειά θλίψη, αλλά με υπομονή και επιμονή, με καρτερία, με φροντίδα και προσοχή. Η υπερβολική λύπη κρύβει μέσα της υπερηφάνεια. Γι’ αυτό είναι βλαβερή και επικίνδυνη, και πολλές φορές παροξύνεται από το διάβολο, για ν’ ανακόψει την πορεία του αγωνιστή.
Ο δρόμος που οδηγεί στην τελειότητα είναι μακρύς. Εύχεστε στο Θεό να σας δυναμώνει. Να αντιμετωπίζετε με υπομονή τις πτώσεις σας και, αφού γρήγορα σηκωθείτε, να τρέχετε και να μη στέκεστε, σαν τα παιδιά, στον τόπο που πέσατε, κλαίγοντας και θρηνώντας απαρηγόρητα. Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην μπείτε σε πειρασμό. Μην απελπίζεστε, αν πέφτετε συνέχεια σε παλιές αμαρτίες. Πολλές απ’ αυτές είναι και από τη φύση τους ισχυρές και από τη συνήθεια. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και με την επιμέλεια νικιούνται. Τίποτα να μη σας απελπίζει.

Από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής.

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Η αθεΐα: Το «καύχημα» της εποχής μας


Φωτίου Κόντογλου
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
«Ω, άπιστοι, δεν είσθε δύσπιστοι. Είσθε οι πλέον εύπιστοι!
Δέχεσθε τα πιο απίθανα, τα πιο παράλογα, τα πιο αντιφατικά,
για να αρνηθήτε το θαύμα, την Αλήθεια».
Άγιος Αυγουστίνος
«Νυξ αφεγγής τοις απίστοις, Χριστέ, τοις δε πιστοίς φωτισμός.»
Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει (και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος), γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι ας είναι γελοίος, επίσημος κι ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι ας είναι κουφιοκέφαλος.
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει.
Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι' αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον».
Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι' αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ' αχόρταγο λογικό σας!».
Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι' από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα.
Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι” αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου.
Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι' αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τ' ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα.
Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν».
Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από 'κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι' αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει;
Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ' άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.
Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός. Κι αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται».
Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι” ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για «βλαμμένος» από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.
IC XC δια χειρός υπό Φωτίου Κόντογλου
Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα,
α’) Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του. Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι απότομος, «θετικός άνθρωπος», «γερό μυαλό».
β’) Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».
Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι” όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».
Λέγει λοιπόν ο έξυπνος: «Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».
Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.
Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ' έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». «Πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, «και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην».
Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι' αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».
Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.
Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο «Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι' αγράμματοι άνθρωποι, «τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι' οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ' αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.
Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ' αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο «Αστήρ»).
Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα” άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.
Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού «την τ' ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου - Μυστικὰ Ἄνθη, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 215-219. nektarios.gr (ἤγουν: Κείμενα γύρω ἀπὸ τὶς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς.)
«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος, θέλει ν᾿ ἀπολάψει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάξει ὅλα. Καὶ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάξει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλά, ἔστω κι ἂν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποχτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸ οἰκονομία, εἴτε γιατὶ ἔχει τὴν ἰδέα πὼς τὰ πολλὰ τὸν βλάφτουνε στὴν ψυχὴ ἢ στὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιατὶ στὰ λίγα καὶ στὰ ἁπλὰ βρίσκει πιὸ ἁγνὴ ἱκανοποίηση. Καὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἐπειδὴ μὲ τὰ ἁπλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα δὲν χάνει τὸν ἑαυτό του. «Τίς ἔστι πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος»».
Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης: Αϊβαλί Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965) ήταν έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του Τριάντα».

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016



Από τα 32 νέα κυβερνητικά στελέχη, που προέκυψαν μετά από τον χθεσινό ανασχηματισμό, τα 10 ορκίσθηκαν με θρησκευτικό όρκο από τον Μητροπολίτη Μεθώνης κ. Κλήμη και τα υπόλοιπα 22 έδωσαν πολιτικό όρκο, ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου.

protothema.gr





Ο δεκάλογος της θεωρίας της Maria Montessori που Κάθε Γονιός Πρέπει να Γνωρίζει

Ο δεκάλογος της θεωρίας της Maria Montessori που Κάθε Γονιός Πρέπει να Γνωρίζει
Η Maria Montessori είναι η γυναίκα που δίδαξε στα παιδιά την αγάπη για τη μάθηση και στους μεγάλους την αγάπη για το κάθε παιδί.
  1.  Μην αγγίζετε ένα παιδί παρά τη θέληση του.
  2.  Μην μιλάτε με άσχημο τρόπο σε ένα παιδί και μην χρησιμοποιείτε άσχημα λόγια όταν αναφέρεστε σε αυτό κατά την απουσία του.
  3.  Επικεντρωθείτε στο να ενισχύσετε και να βοηθήσετε να αναπτυχθούν τα θετικά στοιχεία και οι υπάρχουσες ικανότητες του παιδιού ώστε να μην αφήνουν χώρο για το ”κακό”.
  4.  Βοηθήστε το να συμμετέχει ενεργά στην προετοιμασία του περιβάλλοντος μάθησης.
  5. Αφιερώστε σχολαστική και συνεχή φροντίδα σε αυτό. Βοηθήστε το παιδί να συνάψει εποικοδομητική σχέση με το περιβάλλον του. Δείξτε του το περιβάλλον μέσα στο οποίο κρύβονται τα μέσα που θα βοηθήσουν την ανάπτυξη του και υποδείξετε του την κατάλληλη χρήση τους.
  6.  Να είστε πάντα έτοιμοι να ανταποκριθείτε στο κάλεσμα ενός παιδιού που έχει την ανάγκη σας και πάντα να ακούτε και να απαντάτε στο παιδί που σας απευθύνεται.
  7.  Σεβαστείτε το παιδί που κάνει κάτι λάθος και μπορεί αργότερα να εντοπίσει μόνο του το λάθος και να διορθωθεί, αλλά να διακόψετε άμεσα και ρητά κάθε καταχρηστική χρήση του περιβάλλοντος και κάθε κίνηση που μπορεί να θέτει σε κίνδυνο το παιδί,το περιβάλλον του ή τους άλλους.
  8.  Σεβαστείτε το παιδί τη στιγμή που ξεκουράζεται ή τη στιγμή που παρακολουθεί άλλους να εργάζονται ή όταν συλλογίζεται τι έχει κάνει ή τι θέλει να κάνει. Μην το κατευθύνετε ούτε να το αναγκάζετε σε άλλες μορφές δραστηριοτήτων.
  9.  Βοηθήστε το παιδί που βρίσκεται σε αναζήτηση κάποιας δραστηριότητας και δεν μπορεί να βρει τι θέλει να κάνει.
  10.  Να είστε ακούραστοι στο να επαναλαμβάνετε αυτό που θέλετε στο παιδί που αρνήθηκε λίγο νωρίτερα να σας ακούσει, να βοηθάτε το παιδί να αποκτήσει ό, τι δεν έχει ακόμη κατακτήσει και να ξεπεράσει τις όποιες δυσκολίες του. Κάνετε το δημιουργώντας το μαθησιακό περιβάλλον με φροντίδα, εξοπλισμένοι με αυτοσυγκράτηση και σιωπή, χρησιμοποιώντας ήπια λόγια και γεμάτη αγάπη παρουσία. Κάνετε αισθητή την παρουσία σας στο παιδί που βρίσκεται σε αναζήτηση και αποστασιοποιηθείτε από το παιδί που έχει βρει τις απαντήσεις του.
    Πάντα να συμπεριφέρεστε στο παιδί χρησιμοποιώντας τους καλύτερους τρόπους σας και να του προσφέρετε τον καλύτερο εαυτό σας .
Η Maria Montessori (1870-1952) σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και έγινε η πρώτη γυναίκα γιατρός στην Ιταλία! Κατά τη διάρκεια της πρακτικής της στην Ιατρική, οι κλινικές παρατηρήσεις της την οδήγησαν στο να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά μαθαίνουν.
Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά κατασκευάζουν αυτά που θα μάθουν από ότι υπάρχει στο περιβάλλον τους.
Το 1902 ξεκίνησε τις σπουδές της στην παιδαγωγική, την πειραματική ψυχολογία και την ανθρωπολογία.Έδωσε διαλέξεις για εκπαιδευτικές μεθόδους που αφορούν σε παιδιά που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες. Το 1907 εγκαινιάστηκε το “Casa de Bambini”.
Ήταν το πρώτο σπίτι στη συνοικία San Lorenzo της Ρώμης και έγινε η πηγή της μεθόδου Montessori για τους εκπαιδευτικούς.
Το 1911 φεύγει από τον κλάδο της Ιατρικής και ασχολείται με το εκπαιδευτικό έργο. Το 1913 ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ και η σύζυγός του Mαμπέλ εγκαινίασαν τoν Μορφωτικό Σύλλογο Μontessori ( Montessori Educational Association ) στην Ουάσινγκτον.
Εισέρχεται στον κόσμο της Παιδαγωγικής μια νέα μέθοδος, στην οποία τα υλικά είναι κύρια πηγή μάθησης κατά την προσχολική περίοδο.
Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην προώθηση της πρωτοβουλίας και την ανταπόκριση του παιδιού με τη χρήση ενός ειδικά σχεδιασμένο εκπαιδευτικό υλικό.
Το παιδί πρέπει να μαθαίνει σύμφωνα με το δικό του ρυθμό και έτσι να ανακαλύπτει τη γνώση.

 http://kalimeraellada.gr/o-dekalogos-tis-marias-montessori-pou-kathe-gonios-prepi-na-gnorizi/#.WB42oQqpKwu.twitter

Ο Απόστολος της Κυριακής 6 Νοεμβρίου 2016

(Γαλ. α´ 11-19)
Αδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ῞Ετερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα

Ἀδελφοί, πρέπει νὰ ξέρετε πὼς τὸ εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα ἐγὼ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἄνθρωπο. Γιατὶ κι ἐγὼ οὔτε τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχτηκα ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. ᾿Ασφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιὰ τὴ διαγωγή μου ὅσον καιρὸ ἀνήκα στὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία, ὅτι καταδίωκα μὲ πάθος τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν ἐξαφανίσω. Καὶ πρόκοβα στὸν ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες μου, γιατὶ εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές μου παραδόσεις. ῾Ο Θεὸς ὅμως μὲ εἶχε ξεχωρίσει ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου καὶ ἡ χάρη του μὲ εἶχε καλέσει νὰ τὸν ὑπηρετήσω. ῞Οταν, λοιπόν, εὐδόκησε νὰ μοῦ ἀποκαλύψει τὸν Υἱό του γιὰ νὰ φέρω στοὺς ἐθνικοὺς τὸ χαρμόσυνο μήνυμα γι’ αὐτόν, δὲν στηρίχθηκα σ’ ἀνθρώπινες δυνάμεις· οὔτε ἀνέβηκα στὰ ῾Ιεροσόλυμα νὰ δῶ ἐκείνους ποὺ ἦταν ἀπόστολοι πρὶν ἀπὸ μένα, ἀλλὰ ἔφυγα στὴν ᾿Αραβία, καὶ ὕστερα ξαναγύρισα στὴ Δαμασκό. ῎Επειτα, μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, ἀνέβηκα στὰ ῾Ιεροσόλυμα νὰ γνωρίσω ἀπὸ κοντὰ τὸν Πέτρο, κι ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. ῎Αλλον ἀπόστολο δὲν εἶδα, παρὰ τὸν ᾿Ιάκωβο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου.

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 6 Νοεμβρίου 2016 – Ζ´ Λουκά

(Λουκ. η´ 41-56)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ᾿Αρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ᾿Επιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ῞Ηψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ᾿Ιδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ῾Ο δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ᾿Ελθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ῎Εκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ῾Ο δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ῾Η παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ῾Ο δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Ἀπόδοση σέ ἁπλή γλώσσα

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, πλησίασε τὸν ᾿Ιησοῦ κάποιος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν ᾿Ιάειρο καὶ ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς. Αὐτὸς ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ πάει στὸ σπίτι του, γιατὶ εἶχε μιὰ μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, ποὺ ἦταν ἑτοιμοθάνατη. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ᾿Ιησοῦς βάδιζε πρὸς τὸ σπίτι, τὰ πλήθη τὸν περιέβαλλαν ἀσφυκτικά. Κάποια γυναίκα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία δώδεκα χρόνια καὶ εἶχε ξοδέψει ὅλη της τὴν περιουσία στοὺς γιατρούς, χωρὶς κανένας νὰ μπορέσει νὰ τὴν κάνει καλά, πῆγε πίσω ἀπὸ τὸν ᾿Ιησοῦ, ἄγγιξε τὴν ἄκρη στὸ ροῦχο του, κι ἀμέσως ἡ αἱμορραγία της σταμάτησε. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;» ᾿Ενῶ ὅλοι ἀρνιοῦνταν, ὁ Πέτρος καὶ ὅσοι ἦταν μαζί του ἔλεγαν· «Διδάσκαλε, οἱ ὄχλοι ἔχουν στριμωχτεῖ κοντά σου καὶ σὲ πιέζουν, κι ἐσὺ λὲς ποιὸς μὲ ἄγγιξε;» ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως εἶπε· «Κάποιος μὲ ἄγγιξε, γιατὶ ἐγὼ ἔνιωσα νὰ βγαίνει ἀπὸ μένα δύναμη». Μόλις ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δὲν ξέφυγε τὴν προσοχή του, ἦρθε τρέμοντας κι ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο τοῦ εἶπε γιὰ ποιὰ αἰτία τόν ἄγγιξε κι ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ ἀμέσως. ᾿Εκεῖνος τῆς εἶπε· «Θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε· πήγαινε στὸ καλό». ᾿Ενῶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀκόμα μιλοῦσε, ἦρθε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς καὶ τοῦ λέει· «῾Η κόρη σου πέθανε· μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν δάσκαλο». ῞Οταν τὸ ἄκουσε ὁ ᾿Ιησοῦς, τοῦ εἶπε· «᾿Εσὺ μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθεῖ». Φτάνοντας στὸ σπίτι, δὲν ἄφησε κανέναν νὰ μπεῖ μέσα μαζί του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πέτρο, τὸν ᾿Ιωάννη καὶ τὸν ᾿Ιάκωβο, καθὼς καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. ῞Ολοι ἔκλαιγαν καὶ τὴ θρηνολογοῦσαν. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε· «Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται». ᾿Εκεῖνοι τὸν περιγελοῦσαν, βέβαιοι πὼς εἶχε πεθάνει. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε δυνατά· «Κορίτσι, σήκω!» Τὸ πνεῦμα της ἐπέστρεψε κι αὐτὴ ἀμέσως σηκώθηκε. ῾Ο ᾿Ιησοῦς τότε διέταξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάει. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν κατάπληκτοι. ᾿Εκεῖνος ὅμως τοὺς εἶπε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν τί εἶχε γίνει.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ – 6 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016

Ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης   ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. η΄ 41-56)
᾿Αγαπητοὶ ἀδελφοί,
᾿Απ᾿ ὅλες τὶς συμφορὲς, ποὺ πέφτουν ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο, ἐκείνη ποὺ περισσότερο μᾶς φοβίζει εἶναι πρῶτα ὁ θάνατος καὶ ὕστερα ἐκεῖνες οἱ συμφορὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὸ θάνατο. ᾿Ανάμεσα σ’ αὐτὲς τὶς δεύτερες εἶναι ἀναμφισβήτητα καὶ ἡ ἀρρώστεια. Τόσον ὁ θάνατος, ὅσο καὶ ἡ ἀρρώστεια εἶναι ἀχώριστοι σύντροφοι τοῦ κτιστοῦ καὶ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει σὰν κύριο γνώρισμα τῆς ὑπάρξεώς του τὴ φθορά. ᾿Απὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννιούμαστε μπαίνουμε στὴ διαδικασία τῆς φθορᾶς καὶ ὁδηγούμαστε σταθερὰ πρὸς τὸ θάνατο. Δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὅτι κάποια μέρα, ἀργὰ ἡ γρήγορα, ὅλοι μας θὰ περάσουμε τὸ κατώφλι τοῦ θανάτου. ᾿Επειδὴ ὅμως διψοῦμε βαθειὰ τὴ ζωὴ ἀποφεύγουμε νὰ σκεπτόμαστε τὸ θάνατο. Ζοῦμε δὲ καὶ ἐνεργοῦμε ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ μὴν πεθάνουμε ποτέ. ᾿Απ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς νάρκης μᾶς ξυπνᾶ πότε πότε ἡ ἐπίσκεψη κάποιας βαρειᾶς ἀρρώστειας στὸν ἑαυτό μας ἤ στοὺς γύρω μας. Τότε ἀρχίζουμε νὰ τρέμουμε, διότι ἡ ἀρρώστεια μᾶς ἐπαναφέρει στὴν ὠμὴ πραγματικότητα, ὅτι κάπου κοντά μας παραμονεύει ὁ θάνατος.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀρρώστεια καὶ ὁ θάνατος ἐμφανίζονται ὡς οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι ἐχθροὶ τῆς ζωῆς μας. ῾Η ἀρρώστεια μᾶς ἀποκαλύπτει τὴ φθορὰ, ποὺ συντελεῖται ἀδιάκοπα μέσα μας, μέχρι νὰ ὀδηγηθοῦμε ὁπωσδήποτε στὸ θάνατο. Καὶ ἐμεῖς προσπαθοῦμε νὰ ἐμποδίσουμε τὸν χείμαρρο αὐτὸ τῆς φθορᾶς μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. Στηρίζουμε τὶς ἐλπίδες μας στοὺς ἐπιστήμονες γιατρούς. Πολλὲς φορὲς ἐκεῖνοι κατορθώνουν κάτι προσωρινό, ἀλλὰ στὸ τέλος πάντα εἶναι οἱ νικημένοι. Γι᾿ αὐτὸ ὅλοι μας ἀναζητοῦμε τὸν
μεγάλο εὐεργέτη, αὐτὸν ποὺ θὰ μπορέση νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸς; ῾Οπωσδήποτε κανένας ἄνθρωπος, ἀφοῦ ὅλοι ὑπόκεινται στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο. ῾Ο μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς εὐεργετήση εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ στὴ συνέχεια πέθανε καὶ ἀναστήθηκε. Αὐτὸς πῆρε τὴ δική μας φθαρτὴ ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἕνωσε μὲ τὴ δική του θεία φύση καὶ μᾶς ἔκανε κατὰ χάρη ἄφθαρτους καὶ ἀθάνατους. Δεῖγμα αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ἀποτελοῦν τὰ θαύματα τῆς θεραπείας τῆς αἱμορροούσης γυναικός καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, ποὺ ἔκαμε ὁ Χριστός. Μὲ αὐτὰ ἔδειξε πὼς εἶναι νικητὴς τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.
Μετὰ τὴν ἀπερίγραπτη αὐτὴ θεία οἰκονομία, τὸν τελευταῖο λόγο γιὰ τὸν καθένα μας δὲν τὸν ἔχει ὁ θάνατος, ἀλλὰ ὁ ἀναστημένος Χριστός. Κι ἐμεῖς γιορτάζουμε τὴν ἀπερίγραπτη νίκη τοῦ Χριστοῦ καὶ ψάλλουμε γεμᾶτοι ἀγαλλίαση: «῞Οτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ἅδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος», καὶ «τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν τοῦ γένους ἡμῶν ἐν ἑαυτῷ ἀνεκαίνισεν».
῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ διακαῶς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν, ὄχι μόνο μᾶς προσφέρει τὴν ὑψίστη εὐεργεσία τῆς ἀθανασίας, ἀλλὰ καὶ μᾶς βοηθεῖ νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἐπιτελεῖ τὰ θαυμαστὰ σημεῖα. Μ᾿ αὐτὰ δείχνει πὼς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦμε. ᾿Επὶ πλέον ἀποκαλύπτει τὴν θεϊκή του δύναμη, γιὰ νὰ μᾶς πῆ ὅτι αὐτὰ ποὺ ὑπόσχεται μπορεῖ καὶ νὰ τὰ πραγματοποιήση. Θεραπεύοντας τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα φανερώνει τὴ δύναμή του νὰ ἐξουδετερώνη τὴν ἀνθρώπινη ἀρρώστεια καὶ τὴ φθορὰ ποὺ φωλιάζει στὴν ἀνθρώπινη φύση. ᾿Ανασταίνοντας πάλι τὴν κόρη τοῦ ᾿Ιαείρου δείχνει τὴν ἐξουσία του ἐπάνω στὸν θάνατο, ποὺ παραμονεύει στὴν πορεία ὅλων
μας.
᾿Εμεῖς ἀπὸ τὸ μέρος μας μποροῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀπίστευτη αὐτὴ εὐεργεσία, ὅταν μὲ τὴ θέλησή μας ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνουμε μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐνσυνείδητη συμμετοχή μας στὰ ἅγια Μυστήριά τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἀπαραίτητο μετὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὸ ἅγιο Χρῖσμα νὰ ἐξομολογούμαστε μὲ εἰλικρίνεια τὶς ἁμαρτίες μας, νὰ συγχωροῦμε ὅσους μᾶς ἔβλαψαν, νὰ ἐκκλησιαζόμαστε τακτικὰ καὶ νὰ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα Μυστήρια, ποὺ εἶναι τὸ φάρμακο τῆς ἀθανασίας. Αὐτὰ τὰ δεχόμαστε εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τότε γινόμαστε μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ἄφθαρτοι κι ἀθάνατοι. ῎Οχι μόνο δὲν φοβούμαστε τὴν ἀρρώστεια καὶ τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἀδιάκοπη ὑπομονὴ καὶ ζωντανὴ ἐλπίδα. Γιορτάζουμε τὴ λαμπροφόρο νίκη τοῦ Χριστοῦ καὶ συμμετέχουμε ἀπὸ τώρα στὸ αἰώνιο πανηγύρι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπου δὲν ὑπάρχει πόνος, οὔτε λύπη, οὔτε στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητη. ᾿Αμήν.
π. Α.Γ.Μ.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...